2η Συμφωνία

Σημείωση: Κάθε έργο συμπληρώνεται διαρκώς έως ότου τελειοποιηθεί πλήρως.

2η Συμφωνία

  • 1.Συμφωνία αρ. 2 για παιδική χορωδία, σόλο πιάνο και ορχήστρα "Το τραγούδι της γης" (1980-1981): I. Andante etc. add
  • 2.Συμφωνία αρ. 2 για παιδική χορωδία, σόλο πιάνο και ορχήστρα "Το τραγούδι της γης" (1980-1981): II. Presto etc. add
  • 3.Συμφωνία αρ. 2 για παιδική χορωδία, σόλο πιάνο και ορχήστρα "Το τραγούδι της γης" (1980-1981): III. Andante - Andante cantabile - Lento add
  • 4.Συμφωνία αρ. 2 για παιδική χορωδία, σόλο πιάνο και ορχήστρα "Το τραγούδι της γης" (1980-1981): IV. Finale (Presto - Adagio - Dolce) add

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ως αντι-Μακρόνησος

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ γράφτηκε αρχικά στο Παρίσι από το 1955 έως το 1958 για να ολοκληρωθεί στη δεκαετία του ’80 και πάλι στο Παρίσι. Την Πρώτη Περίοδο (1954-60) τη χαρακτηρίζουν δύο βασικά στοιχεία:
    Το πρώτο που αφορά το περιεχόμενο, αντανακλά τη βασική ψυχολογία που τον διακατείχε λίγα μόλις χρόνια μετά τις τραυματικές εμπειρίες του στον εμφύλιο πόλεμο με αποκορύφωση τη δοκιμασία της Μακρονήσου. Αγωνία, αποτροπιασμός, απελπισία, βαναυσότητα, άβυσσος, σκληρότητα, χάος, με νησίδες γαλήνης που κάνουν τη σκοτεινή και απάνθρωπη διάθεση ακόμα πιο σκοτεινή.
    Θα λέγαμε με λίγα λόγια ότι τα έργα αυτής της περιόδου τα χαρακτηρίζει μια έντονη, σχεδόν βίαιη άρνηση της βαναυσότητας και της βίας σαν αποτέλεσμα του εμφύλιου πολέμου που βίωσε στο πετσί της η γενιά του συνθέτη.
    Το δεύτερο στοιχείο αφορά την τεχνική που ανέπτυξε ο Θεοδωράκης στην ίδια περίοδο και που στηρίζεται στη χρήση της «τετραχορδικής» μουσικής γραφής. Αυτή η τεχνική ταιριάζει απόλυτα με την ψυχική διάθεση του συνθέτη. Τον βοηθά ώστε να μετουσιώσει τα δραματικά και συχνά τραγικά στοιχεία, συναισθήματα και ιδέες σε μουσικές τοιχογραφίες με κυρίαρχες ηχητικές αποχρώσεις εκείνης της θύελλας που είχε καλύψει τη ζωή της Ελλάδας την εποχή του εμφυλίου πολέμου.
    Όταν μετά τριάντα χρόνια και πάλι στο Παρίσι ο Θεοδωράκης ετοιμάζεται να δώσει την τελική φόρμα στη Συμφωνία του, την ανθρωπότητα απειλούν ξανά τα σύννεφα ενός πολέμου και μάλιστα πυρηνικού. Τότε προσθέτει το «Τραγούδι της Γης» που το εμπιστεύεται συμβολικά στις φωνές των παιδιών. Ακολουθούν οι βρυχηθμοί του επερχόμενου πολέμου.
    Στο finale, σαν να θέλει να εξορκίσει το κακό, ο Θεοδωράκης χρησιμοποιεί το τελευταίο μέρος από τη ΣΟΥΙΤΑ αρ. 1, που βασίζεται σε μοτίβα εμπνευσμένα από τη μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Κρήτης, που είναι φυσικό να συμβολίζουν μέσα του την ίδια τη Ζωή. Προς το τέλος αυτού του μέρους ο συνθέτης εμφανίζει μια βυζαντινή μελωδία με τρόπο καθαρά θριαμβευτικό, σαν να θέλει να μας πει ότι το αντίδοτο του Πολέμου και της Άρνησης δε βρίσκεται μόνο μέσα στη Χαρά του Χορού, αλλά και μέσα στη Παράδοση που μας βοηθά να παραμείνουμε δυνατοί.
    Όπως στο τέλος της Τραγωδίας, έτσι και εδώ ο συνθέτης στο Πέμπτο Μέρος, το τελικό τέλος του έργου, καταφεύγει σε μια μουσική Έξοδο ενός φανταστικού Χορού.

Η Πρώτη Παρισινή περίοδος της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη (1955-60) είναι βασικά συμφωνική. Συγχρόνως αποδεικνύει πόσο η ανάγκη του για μουσική έκφραση είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τις ξεχωριστές βιωματικές του εμπειρίες. Ο Θεοδωράκης νιώθει την ανάγκη να εκφράζεται μουσικώς στον ίδιο βαθμό που ενδιαφέρεται να βιώνει ολοκληρωτικά, απόλυτα και ακέραια τα ιστορικά γεγονότα που διαμορφώνουν τον ίδιο μαζί με τους άλλους.

    Η βασική του κοινωνική θεωρία και αντίληψη, επηρεασμένη από την κλασσική Αθήνα, βάζει το χρέος του Πολίτη στην πρώτη σειρά των ηθικών αξιών. Τι προηγείται της διαμονής του στο Παρίσι; Ο εμφύλιος πόλεμος (1945-49) με αποκορύφωμα για τον ίδιο τις εμπειρίες του στη Μακρόνησο, το νησί του θανάτου. Τα χρόνια 1950 έως και 1954 είναι χρόνια προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα.
    Μετά τη στρατιωτική του θητεία (1950-52) εγκαθίσταται στην Αθήνα με βασική του επιδίωξη την επιβίωση. Στα 1953 παντρεύονται με τη Μυρτώ. Τότε ολοκληρώνει την ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ και συνθέτει την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΑ (Carnaval). Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο συνθέτει ένα εκπληκτικό έργο, εντελώς πρωτοποριακό, ένα Κοντσέρτο για πιάνο που μένει ημιτελές: το ΕΛΙΚΩΝ. Που όμως χάνεται ανάμεσα στα χαρτιά του για να βγει στην επιφάνεια ύστερα από μισό και πλέον αιώνα! Ουσιαστικά, στο Παρίσι μένει για πρώτη φορά μόνος με τον εαυτό του, διότι, έχοντας εξασφαλίσει μια υποτροφία, μπορεί να δοθεί ολόψυχα στην αγαπημένη του μουσική σύνθεση. Η Μυρτώ εργάζεται σ’ ένα νοσοκομείο ως γιατρός. Έτσι φεύγει κάθε πρωί και γυρίζει το απόγευμα. Μπορούμε λοιπόν να τον φαντασθούμε στο μικρό διαμέρισμα της Penthievre και Mironesnil καθισμένο μπροστά στο γραφείο με τα αδειανά πεντάγραμμα, ενώπιος ενωπίω για πρώτη φορά ύστερα από τις φοβερές μέρες της δοκιμασίας.

Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η υγεία του εξακολουθεί να είναι κλονισμένη. Οι επιληπτικές κρίσεις  που του κληρονόμησε η Μακρόνησος τον συγκλονίζουν σε τακτά διαστήματα και τον κάνουν ανίκανο να εργαστεί πολλές μέρες. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι κρίσεις αυτές κόπηκαν με το μαχαίρι μετά τη σύνθεση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ στα 1958! Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει ότι είχε τελειώσει πλέον το ταξίδι μέσα στη νύχτα και ότι άρχιζε μια νέα περίοδος  - η φωτεινή – της έντεχνης λαϊκής μουσικής με τους κύκλους τραγουδιών και τα λαϊκά ορατόρια.
Ο Θεοδωράκης αναπνέει και ζει με τη Μουσική, που είναι γι’ αυτόν η κύρια, θα λέγαμε, βιωματική ανάγκη. Έτσι, τα βιώματα που έπρεπε να εκφράσει με τη μουσική στην Παρισινή περίοδο ήταν βασικά οι θαμμένες μέσα του συγκλονιστικές εμπειρίες της Μακρονήσου.

    Ο ίδιος δεν είπε άλλωστε ότι από το νησί αυτό βγήκε διαφορετικός από κείνον που μπήκε; Τι είναι αυτό άραγες που τον άλλαξε τόσο ριζικά;
    Στη Μακρόνησο εφάρμοζαν κάθε είδους σωματικού και ψυχικού μαρτυρίου. Τόσο ομαδικού όσο και ατομικού. Χτυπούσαν έως θανάτου τα θύματά τους, φτάνοντας στο ακρότατο σημείο να τα θάβουν ζωντανά αφήνοντας μόνο το κεφάλι τους έξω. Βορά στους αχόρταγους αρουραίους.

Μετά από ένα τέτοιο μαρτύριο είναι εύλογο η ψυχή του ανθρώπου να κατακρημνίζεται στα τάρταρα του ασυνείδητου, εκεί που κατοικούν εφιάλτες και τέρατα. Ο ψυχικός πόνος, η απόγνωση και η απελπισία έχουν φτάσει στο ζενίθ. Δεν υπάρχει ανθρώπινο όριο αντοχής από κει και πέρα. Από κει και πέρα η φωνή γίνεται μουγκρητό και κραυγή. Από κει και πέρα ο ήχος γίνεται κλαγγή ροπάλου και μυκηθμοί ζώων σαρκοβόρων.
Όλα αυτά τα οδυνηρά φαντάσματα ενός παρελθόντος νωπού στη σάρκα και στη μνήμη πολιορκούν τον Έλληνα συνθέτη στη μοναξιά του δωματίου του στο Παρίσι. Κι αυτός με τον ίδιο τρόπο που τα βίωσε, καλείται τώρα να τα μετουσιώσει σε αισθητικά δημιουργήματα με τον μόνο τρόπο με τον οποίο τον προίκισε η φύση: τη Μουσική.
Να λοιπόν γιατί καταρχήν επέλεξε τη συμφωνική μορφή και τον συμφωνικό ήχο για να εκφράσει αυτόν τον απόλυτα τραγικό και κάποτε αποτρόπαιο κόσμο που τον έπνιγε κυριολεκτικά εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή. Γιατί μόνο με τις ηχητικές και τεχνικές δυνατότητες που προσφέρει η συμφωνική ορχήστρα  θα μπορούσε να εκφράσει τον εφιάλτη της Μακρονήσου που εξακολουθούσε να  τον κουβαλά μέσα του και να τον βασανίζει…  

    Θα πρέπει μάλιστα να φανταστούμε πως η απόσταση του Χώρου και του Χρόνου γιγάντωναν μέσα του τα στοιβαγμένα συναισθήματα του πόνου και της διαμαρτυρίας, κάνοντας ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη να τα ξορκίσει μια για πάντα, ώστε να λυτρωθεί. Και όπως ξέρουμε, για τον Θεοδωράκη ένας μόνος τρόπος υπάρχει: η Μουσική. Άλλωστε αυτή τη βιωματική σχέση θα τη συναντήσουμε σε όλο το έργο του, το οποίο αντανακλά πιστά τα προσωπικά του βιώματα που στην περίπτωσή του ήταν πάντοτε ιδιαίτερα έντονα και δραματικά. Επομένως, καταρχήν θα λέγαμε ότι αποτελεί λάθος η αντιμετώπιση της Μουσικής του –ειδικά εκείνης της περιόδου- με τα συμβατικά μουσικολογικά και άλλα κριτήρια.
    Αντίθετα εμείς θα λέγαμε ότι το «κλειδί» για την κατανόησή τους βρίσκεται αποκλειστικά στη βιωματική ανάγκη του συνθέτη, σωματική, ψυχική, πνευματική, να εκφράσει όσο γίνεται πιο πιστά έναν εντελώς ξεχωριστό, εντελώς προσωπικό εσωτερικό κόσμο, όπως εντελώς ξεχωριστές και πρωτόγνωρες ήσαν και οι εμπειρίες που τον σημάδεψαν.  

Και δε θα διστάσουμε να χαρακτηρίσουμε την Παρισινή του περίοδο ως αντι-Μακρόνησο. Πράγματι, κάτω από αυτό το πρίσμα όλα φαίνονται πεντακάθαρα. Τον Θεοδωράκη δεν τον ενδιαφέρουν ούτε οι τεχνικές ούτε οι σχολές ούτε ο συνήθης περίγυρος του συμφωνικού γίγνεσθαι. Και όποιος επιχειρήσει να αναλύσει τα έργα του, και ειδικά τα έργα αυτής της περιόδου, με τις συνήθεις σχολαστικές μεθόδους θα πέσει έξω. Όπως στην περίοδο 1960-1980 εξέφρασε με το τραγούδι τα αναγεννησιακά οράματα αυτής της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, έτσι και τώρα επιλέγει τη συμφωνική μορφή για να εκφράσει την κόλαση.

Είχε δικαίωμα άραγες να το πράξει; Θεωρώ ότι μόνο το αποτέλεσμα μετρά. Δηλαδή εάν αυτή η αποτύπωση των συγκεκριμένων συναισθημάτων και ιδεών κατόρθωσε να περάσει στη σφαίρα της αισθητικής αποτύπωσης μέσω των συγκεκριμένων έργων.

*
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ του αποτελεί τον προάγγελο της Παρισινής περιόδου. Ιδιαίτερα το Πρώτο Μέρος. Και πώς να μην είναι, αφού είναι ένα έργο που άρχισε να το σχεδιάζει στην Ικαρία (1948) και στη συνέχεια μέσα στη ίδια τη Μακρόνησο (1949), για να το ολοκληρώσει στα Χανιά και στην Αθήνα.
     Στο Πρώτο Μέρος της ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ο Θεοδωράκης πετυχαίνει να δημιουργήσει τον χαώδη κόσμο του παράλογου με τη χρήση μιας πυκνής αντιστικτικής γραφής, που τους μυκηθμούς της πολλαπλασιάζει η τολμηρή ενορχήστρωση. Δεν παύει όμως η  ΠΡΩΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ να εντάσσεται στο συμφωνικό κόσμο εκείνης της ιστορικής περιόδου και ειδικά πλάι στα έργα με τις μεγάλες φόρμες.
    Αντίθετα, κατά την Πρώτη Παρισινή περίοδο που την εγκαινιάζει με τις τρείς ΣΟΥΙΤΕΣ για Ορχήστρα, επιχειρεί να προχωρήσει στην αναζήτηση καινούριων τεχνικών μέσων που θα τον βοηθήσουν να βρει το αντίστοιχο ηχητικό χρώμα που να συνταιριάζει και να εκφράζει πιστά τα ιδιαίτερα συναισθήματα και ιδέες που τον διακατέχουν. Κι αυτό το ιδιαίτερο ηχητικό χρώμα του το εξασφαλίζει η «τετραχορδική» τεχνική. Τώρα είναι ελεύθερος να προχωρήσει προκειμένου να προσφέρει διέξοδο και στις πιο απόκρυφες γωνιές της τραυματισμένης ευαισθησίας του.
    Δεν βρίσκω άλλο παράδειγμα τόσο κοντινό όσο το παράδειγμα του Γκόγια, που δείχνει ότι δεν τον απασχολούσε τίποτε άλλο παρά μόνο το πώς θα βγάλει από μέσα του τους δαίμονες που γέννησαν στην ψυχή του οι τραγικές ιστορικές εμπειρίες που βίωσε ο λαός του, και μαζί με τον λαό και αυτός ο ίδιος.
    Στη ΣΟΥΙΤΑ αρ. 1 για πιάνο και ορχήστρα (1955) στο τρίτο μέρος υπάρχει το πρώτο δείγμα γραφής.
    Μόνο εάν κλείσουμε τα μάτια και μεταφερθούμε νοερά στο εφιαλτικό τοπίο της Μακρονήσου, αυτόν τον βράχο τον περικυκλωμένο με τα σύρματα και πιο πέρα με τα κύματα, τον απόκοσμο, τον απάνθρωπο, που τον συγκλονίζουν κραυγές ανθρώπων, σαν κραυγές ζώων που τα οδηγούν στο σφαγείο και τα σφάζουν. Τότε που σταματάει κάθε ελπίδα και ο δεσμώτης βυθίζεται στο χάος της απελπισίας, μόνο αυτός και ο δήμιος, αυτός και ο άνεμος, αυτός και η νύχτα, αυτός και η δίψα, ο πόνος, το απόλυτο τίποτα.

Με ποιες μελωδίες, ρυθμούς, αρμονίες, κοντραπούντα και ενορχήστρωση μπορεί να αποτυπωθεί αυτή η νέα συλλογική και συγχρόνως απόλυτα μοναχική σταύρωση του ανθρώπου, μόνο και μόνο γιατί προσπαθεί να παραμείνει άνθρωπος; Την απάντηση θα τη βρει κανείς στα έργα εκείνης της περιόδου. Είναι ένας πίνακας καθαρά εφιαλτικός, αλλά συγχρόνως πραγματικός, ανθρώπινος, που η αποθανάτισή του αποτελεί χρέος ιερό, ειδικά για όσους τα έζησαν και επέζησαν.
Και το ερώτημα είναι πώς να αντέξει να αντιμετωπίσει το μουσικό «ίνδαλμα» αυτής της μεγάλης τραγωδίας, που λέγεται Μακρόνησος, ένας λαός που αρνείται, ακόμα και μισό αιώνα μετά, να αντιμετωπίσει την ύπαρξη της πραγματικότητας που θέλει να αποτυπώσει ο συνθέτης και που ονομάζεται Μακρόνησος;

Ο ίδιος μουσικός κόσμος αποτυπώνεται και σε μέρη της ΔΕΥΤΕΡΗΣ και της ΤΡΙΤΗΣ ΣΟΥΙΤΑΣ, του μπαλέτου ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΤΕΡΟΥΕΛ και, τέλος, του μπαλέτου ΑΝΤΙΓΟΝΗ.
    Και όταν ο Θεοδωράκης, μετά την εικοσάχρονη μουσική αφοσίωσή του στο τραγούδι, επιστρέφει τη δεκαετία του ’80 στο Παρίσι, θα οικοδομήσει τη Δεύτερη και ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ του με τα «τετραχορδικά» υλικά της «Παρισινής περιόδου» του 1955-60.
    Ειδικά η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ κυριαρχείται από την παρουσία της «αντι-Μακρονήσου». Θα λέγαμε ότι αποτελεί το Μουσικό Μανιφέστο του Θεοδωράκη, με το οποίο ξετυλίγει και συγχρόνως ξορκίζει τον εφιαλτικό κόσμο που τόσο πολύ τον πόνεσε και τον σημάδεψε. Και που με όπλο τη μουσική κατορθώνει να τον δαμάσει και να τον ξεπεράσει, χαρίζοντάς μας μια σειρά μουσικές συνθέσεις μοναδικές από την άποψη ότι αποτελούν μια ιστορική μαρτυρία μετουσιωμένη σε Μουσική, συνδεδεμένη με τη Μοίρα του Ανθρώπου, όπως αποτυπώθηκε μέσα στην τραγική Μοίρα της μεταπολεμικής Ελλάδας.


Ανάλυση του Αστέρη Κούτουλα
βάσει συνομιλιών του με τον συνθέτη, 1987, Δρέσδη.



Προειδοποίηση προς την ανοησία και την ανευθυνότητα

(Από συνέντευξη στην Έλενα Χατζηιωάννου
 για την εφημερίδα Τα Νέα, 21.2.2003.)

Τη στιγμή που ο δρόμος του πολέμου παραμένει ανοιχτός και η Ευρωπαϊκή Ένωση πασχίζει για κοινή στάση, σε μια ώρα «σκοτεινή» ανάμεσα σε τρομοκρατίες , αβεβαιότητες, ανατιμήσεις, ανεργία, πληθωρισμό (πάσης φύσεως), πλημμύρες, λακκούβες, επισκέψεις στο Τατόι και ριάλιτι, έχουμε και μια βραδιά «πολυτελείας». Μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ («Το τραγούδι της Γης») του Μίκη Θεοδωράκη. Πως αντιλαμβάνεσθε τη σημασία της συναυλίας σ’ αυτή τη χρονική στιγμή;

Μ.Θ.: Πρόκειται πράγματι για μια «δαιμονική» σύμπτωση. Ένα έργο φορτωμένο με τόσο βαριές μνήμες και μηνύματα να παίζεται αυτήν ακριβώς τη στιγμή που προβάλλει ξανά απειλητικά μπροστά μας το φάσμα ενός νέου πολέμου.

«Το Τραγούδι της Γης / δεν τ’ άκουσες ποτέ / ούτε θα τ’ ακούσεις πιά […] / Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος / ένα «γεια σου» θα πω στη ζωή».
Στίχοι ποιητικοί, ευαίσθητοι, με φανερό το συναίσθημα μιας χαμένης ελπίδας, γραμμένοι από τον ίδιο τον συνθέτη, μοιάζουν να αναιρούν τον Μίκη των αγώνων, της αντίδρασης. Σαν να μην πιστεύει η δημιουργική ευαισθησία του ποιητή σε ό,τι αντιμάχεται η σκέψη, η μουσική και η στάση του πολιτικού Μίκη, που μας δίνει την ελπίδα. Πως τα γεφυρώνετε αυτά ανάμεσα στη μουσική και στον στίχο, και κυρίως πως τα γεφυρώνετε μέσα σας;

Μ.Θ.: Το να λες την αλήθεια – όσο πικρή και αν είναι -  δεν νομίζω ότι αποτελεί πράξη απαισιοδοξίας και, ακόμα χειρότερα, πράξη παραίτησης. Το αντίθετο, θα έλεγα. Νομίζω ότι πρέπει να έχει κανείς θάρρος να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Εξάλλου το «Τραγούδι της Γης», τραγουδισμένο από τις αθώες παιδικές φωνές, αναδύεται ξαφνικά στο μέσο ενός κόσμου βίαιου, σκληρού, εφιαλτικού, όπως ακριβώς τον δημιούργησε ο πόλεμος – και μάλιστα Εμφύλιος – σαν μια τελευταία προειδοποίηση προς την ανοησία, την ανευθυνότητα και τελικά την ανικανότητα του ανθρώπου να αντισταθεί στα κέντρα εξουσίας από τα οποία εκπορεύονται τα ανεπανόρθωτα δεινά… Μακάρι οι άνθρωποι να κατανοούσαν και να εμπνέονταν από παρόμοια «πολιτικά» μηνύματα που μόνο η Τέχνη μπορεί εντέλει να προσφέρει. Μηνύματα που θέτουν το δάχτυλο «επί τον τύπον των ήλων», ενώ συγχρόνως δείχνουν και την προοπτική.
    Γνωρίζετε μήπως εσείς σήμερα κάποια ιδεολογία, κόμμα, ηγέτη, κίνηση που να είναι ικανοί να μας βγάλουν από το σημερινό αδιέξοδο; Κάποτε οι φωνές των παιδιών μπορεί να έχουν μεγαλύτερη αγωνιστική φόρτιση από τα βραχνά κηρύγματα των ξεπεσμένων και ξεπερασμένων ρητόρων…

Οι άνθρωποι που δεν έχουν τους δικούς τους κρίκους… πώς ο κόσμος που πάει στο Μέγαρο, ο κόσμος που βγαίνει στους δρόμους και αντιδρά με πορείες και συνθήματα κι ο κόσμος που παθητικά παρακολουθεί ως τηλεθεατής τη ζωή και τα προβλήματά της, πώς μπορεί να τα γεφυρώνει όλα αυτά;

Μ.Θ.: Με προκαλείτε να πω πράγματα που δεν θέλω να πω. Είναι εξάλλου απόψεις που στο παρελθόν τις διατύπωσα κατά κόρον, γιατί ήμουν, ως φαίνεται, από τους λίγους που έβλεπα τον κατήφορο που έπαιρνε η ελληνική κοινωνία. Τη διάλυση του μαζικού κινήματος της Αριστεράς, του μοναδικού, του φορτισμένου με ζωντανές αγωνιστικές μνήμες, με πολιτιστικές και ηθικές αξίες, με πολύχρωμα οράματα. Στο τέλος, έμεινα στο περιθώριο. Μόνος. Δε μου μένει λοιπόν άλλο από το να παρουσιάζω, δυστυχώς με το σταγονόμετρο, τα έργα που έγραψα κυρίως για όλους εσάς. Τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ, λόγου χάρη, όπως βλέπετε, δεν την εκτελεί ελληνικό συγκρότημα αλλά η Συμφωνική Ορχήστρα του Λουξεμβούργου. Αυτοί οι άνθρωποι, με τον Υπουργό Πολιτισμού τους, έρχονται εδώ να παρουσιάσουν –ξένοι αυτοί- ένα ελληνικό έργο. Τους ευχαριστώ. Τους ευγνωμονώ και καλώ τους φίλους μου να είναι εκεί, κυρίως για να τιμήσουν αυτούς τους ευγενικούς ξένους. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Δε μ’ ενδιαφέρει πια η κοινωνική γεωγραφία όπως τη διατυπώνετε με το ερώτημά σας. Γιατί δε μου απόμεινε τίποτα άλλο παρά το έργο μου. Και δε με  ενδιαφέρει αν παίζεται εδώ ή εκεί. Αρκεί όσοι έρχονται να γνωρίζουν γιατί έρχονται…

Υπάρχει τρόπος να σπρώξει η συμφωνική μουσική προς μια αντίδραση; Πώς το σκέφτεται; Πώς σ΄αυτή την εποχή οι (λίγοι) ευαίσθητοι και οι (περισσότεροι) ηττοπαθείς, «κουρασμένοι», παθητικοί ή αδιάφοροι μπορούν να αντιδράσουν; Πως θα σπρώξει ο ίδιος προς αυτή την αντίδραση;

Μ.Θ.: Όλα παίζονται μέσα στη φαντασία των ανθρώπων. Η ακρόαση του κάθε έργου είναι τελικά πράξη υποκειμενική. Πώς το προσλαμβάνει ο καθένας, τι σημαίνει γι’ αυτόν. Είναι αλήθεια ότι για το ευρύ κοινό το συμφωνικό έργο είναι ξένο, απρόσιτο, ένα ηχητικό-διακοσμητικό στολίδι που σε θαμπώνει και το θαυμάζεις σαν πολύτιμο πετράδι… Η παρέμβαση η δική μου υπήρξε ανέκαθεν η προσπάθεια να μεταβάλω αυτή τη σχέση ανάμεσα στο πλατύ ελληνικό κοινό και στη συμφωνική τέχνη. Έτσι εξηγούνται πρωτοβουλίες όπως, λόγου χάρη, η δημιουργία της Μικρής Ορχήστρας (ΜΟΑ) στα 1962, η καθιέρωση της «φόρμας» μέσα στη λαϊκή μουσική, όπως ο «κύκλος» τραγουδιών, «Λαϊκό Ορατόριο», «Μετασυμφωνική» μουσική, «Τραγούδι-ποταμός» κτλ.
    Όλα αυτά πριν τη Χούντα. Γιατί ήθελα να δώσω ένα άλλο περιεχόμενο στην υποκειμενική σχέση του κοινού – συμφωνικού έργου.  Δεν έφτανε όμως η σύνθεση έργων. Έπρεπε να διαθέτω και ορχήστρες, χορωδούς, αίθουσες, όπως το είχα κάνει για τις λαϊκότροπες συνθέσεις. Κι εδώ υπήρξε πρόβλημα. Δεν μπόρεσα να τα έχω. Έτσι σήμερα βασίζομαι στην επαφή του έργου μου μέσω των cd – όσα υπάρχουν – και μ’ αυτές τις σπάνιες ευκαιρίες όπως αυτή που μας προσφέρει μια ξένη ορχήστρα. (Ευτυχώς, σ’ ένα μήνα ο μαέστρος Τρικολίδης θα διευθύνει το ίδιο έργο με σολίστ την Τατιάνα Παπαγεωργίου με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Είναι κι αυτό κάτι…)
    Μεγάλη σημασία δίνω επίσης στις αναλύσεις των συμφωνικών έργων που θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο προσεχώς. Με λίγα λόγια προσπαθώ να προσφέρω τα «κλειδιά» που θα ανοίξουν τις βαριές πόρτες των συμφωνικών μου έργων στο πλατύ ελληνικό κοινό, που σίγουρα υπήρξε ο εμπνευστής του, όμως σε βάθος χρόνου… προς τα πίσω! Όταν έγραφε ιστορία…

Υπάρχουν κοινά σημεία – και ποια;- της εποχής που γράφατε τη ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ με τη σημερινή που την παρουσιάζετε;

Μ.Θ.: Μια όποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή που εμπνέει τον δημιουργό γενικεύεται, διαχέεται, γίνεται διαχρονική μέσω του έργου. Έτσι, η επικαιρότητα της συγκεκριμένης ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ έγκειται στο γεγονός ότι εκφράζει συναισθήματα που υπάρχουν μέσα μας εκτός εποχής, συνθηκών και χρόνου. Θα έλεγα μάλιστα ότι η σημερινή ψυχική φόρτιση από το γεγονός ότι βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην απειλή ενός πολέμου βοηθά ακόμα πιο πολύ την κατανόηση του έργου, μιας και η αφετηρία που το γέννησε υπήρξε ακριβώς η ανάγκη να… ξορκίσω το φάσμα του πολέμου. Και τελικά να καταπατήσω τον πόλεμο με τους Διονυσιακούς ρυθμούς της Κρήτης…

Admin 0,180 seconds created by Gravity.gr