Ο Ήλιος και ο Χρόνος
Από το ημερολόγιο του συνθέτη (ΧΡΕΟΣ Β΄):
Στις 21 Αυγούστου πιάστηκα στο Χαϊδάρι. Στο τέταρτο πάτωμα στην οδό Μπουμπουλίνας, στο κελί αρ. 4, περίμενα το μαρτύριο και το θάνατο. Στις 4 Σεπτεμβρίου μου έφεραν χαρτί και μολύβι. Τότε έγραψα 32 ποιήματα. Τις προηγούμενες νύχτες τις πέρασα άγρυπνος με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να με πάρουν για το μαρτύριο ή για την εκτέλεση. Όλη μου η ύπαρξη σημαδεύτηκε από την αναμονή του βέβαιου θανάτου. Καθώς ο χρόνος κυλούσε επίμονα και βασανιστικά, έβλεπα με το νου μου καθαρά την εικόνα της τελευταίας στιγμής. Ο πρωινός ουρανός είχε ένα χρώμα βαθιά γαλάζιο. Η ατμόσφαιρα διάφανη, με κρυσταλλένια καθαρότητα. Τι θα φώναζα σ΄αυτήν τη στιγμή του τέλους; Αυτή η σκέψη μου έγινε τυραννική. Ένας φρουρός έμενε πάντα μαζί μου μέσα στο κελί. Αν είχε κάποια κατανόηση μπορούσε τότε να κουβεντιάζω λίγο μαζί του. Ζήτω η ζωή! Ζήτω η ζωή! Να φωνάξω άραγες «ζήτω η ομορφιά», «ζήτω η αγάπη»;
Τότε σκεφτόμουνα πως
έμεινα ένας αδιόρθωτος ρομαντικός. Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή! Υπάρχει ζωή!
Όλα υπάρχουν: Η Ελλάδα,
το Μέτωπο, Το Κόμμα!
Κάποτε ο φρουρός
συμφωνούσε. Πιο συχνά είχε άλλη γνώμη. Η συζήτηση εξακολουθούσε δίχως τέλος.
Τα μεσημέρια η ζέστη ήταν
φρικιαστική. Υπόφερα τρομερά. Κοιμόμουν πάνω στο τσιμέντο γυμνός, όπως τη
στιγμή που με πιάσανε. Για προσκεφάλι είχα τα παπούτσια μου. Τα γένια μου είχαν
μακρύνει και με τρώγανε. Έτρωγα λίγο, δίχως πιρούνι ή κουτάλι. Με τα χέρια.
Ήμουν βρόμικος. Κάποτε καθόμουν στην καρέκλα, το μοναδικό «έπιπλο». Άλλοτε
βάδιζα. Πεντακόσια βήματα καθέτως. Πεντακόσια βήματα κυκλικά. Μετρούσα τα
κάγκελα. Παρακολουθούσα κρυφά τους μυς του φύλακα. Με μισούσε; Γιατί; Ασφαλώς
θα είχε τραγουδήσει τα τραγούδια μου. Πότε, λοιπόν, θα έπεφτε πάνω μου; Πότε θα
με πάρουν; Τα μάτια τους! Αν τους κοιτάξω κατευθείαν μέσα στα μάτια, τότε θα
ντραπούν; Οφείλουν να ντραπούν!
Αυτή την αγωνία
ακολουθούσε μια ανεξήγητη ευφορία. Ήμουν ευτυχής! Στο τέλος τέλος ο θάνατος δεν
είναι τόσο τρομερός. Ίσως να ΄ναι όμορφος, λέω στον φρουρό μου.
Όμως με τον ερχομό της
καινούριας μέρας, μόλις χτυπούσε ο ήλιος, η ζωή ξανάπαιρνε τα δικαιώματα της. Η
ζωή με νικούσε. Με κατασπάραζε. Τα πρόσωπα των παιδιών μου διαπερνούσαν τη
σκέψη μου. Θα ήταν για πάντα ορφανά και ο πόνος θα κατοικούσε για πάντα μέσα
στα όμορφα μάτια τους. Έδιωχνα με βία αυτή την εικόνα.
Ήμουν δυστυχής γιατί δεν
με σκότωναν αμέσως. Τι θα μ΄έκαναν τώρα; Με τι τρόπο θα με σκότωναν; Το κεφάλι
πονούσε. Το αίμα πονούσε. Ώρα 2, 3 ,4, 5, 6 το απόγιομα. «Μέσα στους
παραδείσους κήπους του κρανίου μου, κίτρινος ήλιος ταξιδεύει στα φτερά του
χρόνου».
Κλαίω, φωνάζω! Η καρδιά
μου ξαλαφρώνει. Ίσως με σκέπτονται. Κανένας δεν ξέρει πως βρίσκομαι εδώ.
«934.303, 934.303», φωνάζω. Ίσως κάποιος ακούσει και τηλεφωνήσει « ο Μίκης
ζει».
Σκέπτομαι τους συντρόφους.
Η Μαρία πιάστηκε μαζί μου. Μ΄έσπρωξαν μέσα στο αυτοκίνητο του Λελούδα, που
οδηγούσε άλλοτες ο Ιάσων. Μάλλον θα πιάστηκαν κι αυτοί. Η Σίλβα βρίσκεται με
την Έλενα στη Βουλιαγμένη. Τώρα θα κολυμπούν. Η Σίλβα αγαπούσε τον Πεπίνο ντί
Κάπρι. Στη Φιλοθέη ακούγαμε Μαρκόπουλο. Το βράδυ περπατούσαμε προσεκτικά στο
σκοτεινό κήπο κάτω από τις βερικοκιές. Η Έλενα κρατούσε μια φυσαρμόνικα.
«Φτερά, φυσαρμόνικες, ήχοι από νερό, σαύρες, φεγγάρια». Ο Κώστας, ο Αντώνης, ο
Μπάμπης, είναι μέσα στο σπίτι. Εγώ τώρα θα πεθάνω. Ο Γιάννης κι η Ντόρα
κάπνιζαν αρωματικά τσιγάρα Ξάνθης.
Δεν είμαι ποιητής, όμως
όταν ο στίχοι άρχισαν να σφυροκοπούν το μυαλό μου ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορεί
να ντυθούν στο αίμα. Πόσο μπορεί να με λυτρώσουν. Είμαι δημιουργός. Νικώ το
χρόνο και το θάνατο…
Είμαι ο χρόνος.
Να γιατί ο ΗΛΙΟΣ και ο
ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της Ζωής και του Θανάτου. Τελικά έγιναν ο νικητήριος
κύκλος. Νίκη πικρή, γιατί η ψυχή του ποιητή πονά για όλους τους ανθρώπους.
Ακόμα και γι΄αυτούς που τον μισούν και ντον βασανίζουν.
Όταν οι στρατιώτες ήρθαν να με συλλάβουν, κοιμόμουνα. Μ΄έγδυσαν και με
διέταξαν να γονατίσω. Ύστερα, μ΄έδεσαν πιστάγκωνα, όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με
τους Βιετκόγκ. Όταν η Μαρία μπήκε, ντράπηκα και τους ζήτησα να μου βάλουν το
σώβρακο. Μου έβαλαν το σώβρακό μου και το πανταλόνι μου. Ήμουν ξυπόλητος και
είπα στη Μαρία να μου βάλει τα παπούτσια μου. Έσκυψε μπροστά μου και όταν μου
έδενε τα κορδόνια, της ψιθύρισα: «Κουράγιο, Μαρία».