Romancero Gitano
(Σημείωμα του συνθέτη για το έργο / 14.4.92)
Λίγο πριν ξεσπάσει η Δικτατορία, στις αρχές του 1967, ο Αλέκος Πατσιφάς με ρώτησε αν θα μ΄ενδιέφερε μια νέα συνεργασία με τον Οδυσσέα Ελύτη, μετά την επιτυχία που σημείωσαν οι ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ, που κι αυτές είχαν γίνει με πρωτοβουλία του. Φυσικά απάντησα θετικά και τότε μου αποκάλυψε ότι είχε ήδη μιλήσει με τον Ελύτη, ο οποίος βρισκόταν στο τέλος της μετάφρασης του κύκλου ROMANCERO GITANO του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Δεν είχα καμιά αμφιβολία για τον αριθμό των ποιημάτων που θα έπρεπε να μελοποιήσω. Επτά! Ο ιερός αριθμός του Ελύτη. Πράγματι, ύστερα από λίγες μέρες, κάποιο μεσημέρι του Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου του ΄67, μετά το σύνηθες γεύμα στου Φλόκα, ο Ελύτης μου παρέδωσε τα χειρόγραφα κι εγώ έσπευσα στη Νέα Σμύρνη, όπου κατοικούσα εκείνη την εποχή, για ν΄αρχίσω χωρίς καθυστέρηση τη δική μου εργασία.
Δεν θυμάμαι πόσος καιρός πέρασε, ούτε έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Πατσιφάς επιθυμούσε, μιάς και εγώ ήμουν δεσμευμένος με την ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, στην οποία «ανήκε» η νεαρά Φαραντούρη, ο νέος κύκλος να ερμηνευτεί από μια καινούρια τραγουδίστρια ονόματι Αρλέτα, που αν δεν κάνω λάθος, θα έκανε το ντεμπούτο της με το έργο αυτό.
Έτσι οργανώθηκε περί τις αρχές Απριλίου μια βραδιά στο σπίτι του Πατσιφά, στο Ψυχικό, όπου έπαιξα στο πιάνο και τραγούδησα παρουσία του οικοδεσπότη και της συζύγου του, του Οδυσσέα Ελύτη και της νεαρής τραγουδίστριας, το νέο κύκλο τραγουδιών.
Όλοι έμειναν ικανοποιημένοι και συμφωνήθηκε, αφού η ΛΥΡΑ τα παρουσιάσει πρώτη με την Αρλέτα, στη συνέχεια να τα διευθύνω ο ίδιος με τη Φαραντούρη στην ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ.
Κάνοντας αυτά τα χαρούμενα σχέδια για το μέλλον, αγνοούσαμε τις φιλοδοξίες κάποιου άγνωστου τότε στρατιωτικού, του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε κατά νου να προσφέρει διαφορετικού είδους πνευματική τροφή στον ελληνικό λαό.
Όταν δυό μέρες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου βρήκα επιτέλους ένα πρώτο κρησφύγετο στην ταράτσα του σπιτιού της Ρηνιώς Παπανικόλα, που δέχθηκε να με κρύψει (δέκα περίπου άλλοι είχαν αρνηθεί από φόβο), καθώς ήμουν μόνος βυθισμένος σε μαύρες σκέψεις, με θέα το λόφο του Φιλοπάππου, όπου υπήρχε φρουρός στρατιώτης, ακούω αίφνης τους ήχους γνωστής σε μένα μουσικής. Ήταν το ROMANCERO GITANO. Προς στιγμή νόμισα ότι έχω παραισθήσεις. Κανείς δεν εγνώριζε αυτή τη μουσική!
Όταν ρώτησα την επομένη τη Ρηνιώ, μου απάντησε ότι χτες αργά τη νύχτα την επισκέφθη κάποια τραγουδίστρια ονόματι Αρλέτα για να της τραγουδήσει μια νέα σειρά τραογυδιών…
Τι περίεργη σύμπτωση αλήθεια!
Φυσικά η Αρλέτα τα ερμήνευσε σε δίσκο πολύ αργότερα, μετά την πτώση της Δικτατορίας. Οι Δικτάτορες, έχοντας συλλάβει το σφυγμό της σημερινής εποχής που απεχθάνεται αυτό το είδος της μουσικής, την απαγόρευσαν –τίμια και καθαρά- εμφανιζόμενοι έτσι πρωτοπόροι από τότε ως προς το πολιτιστικό μέλλον της Ελλάδος!
Τα τραγούδια του ROMANCERO GITANO τα παρουσίασα για πρώτη φορά σε συναυλία στη Ρώμη στα 1970 με την ορχήστρα μου και τη Φαραντούρη. Η απήχηση των νέων τραγουδιών στο διεθνές κοινό ήταν πολύ μεγάλη. Από το ΄70 έως το ΄74 πραγματοποιήσαμε περί τις εξακόσιες συναυλίες στην Ευρώπη, Αυστραλία, Βόρεια και Νότια Αμερική, Αραβικά Κράτη και Ισραήλ, όπου ο κύκλος Λόρκα-Ελύτη είχε πάντοτε την ίδια επιτυχία. Οι στίχοι, όπως και όλων των υπόλοιπων τραγουδιών, παρουσιάζονταν στη γλώσσα του ακροατηρίου από εντόπιους ηθοποιούς. Έτσι, εκτός από τη μουσική, η ελληνική ποίηση γινόταν κτήμα του κοινού των συναυλιών αλλά και των ακροατών ραδιοφώνου και των τηλεθεατών, δεδομένου ότι κάναμε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες εκπομπές και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Ο δίσκος ηχογραφήθηκε το 1970 στο Παρίσι. Λίγο αργότερα, στο σπίτι της Τζέλας Σκούρα, μετέπειτα συντρόφου του αδελφού μου Γιάννη, στο Λονδίνο, την εποχή που συνέθετα τη μουσική για τις ΤΡΩΑΔΕΣ του Κακογιάννη, ο Τζών Ουίλιαμς και η Φαραντούρη έκαναν την πρώτη πρόβα για τη δεύτερη θαυμάσια έκδοση (version) για φωνή και κιθάρα που κυκλοφόρησε επίσης σε δίσκο.
Πολύ αργότερα, στα 1982, όταν το Μουσικό Φεστιβάλ του Βερολίνου μου παράγγειλε μια νέα σύνθεση για την 27η περίοδο εκδηλώσεών του, αποφάσισα να σκύψω πάλι επάνω σ΄αυτόν τον κύκλο τραγουδιών, συνθέτοντας αυτή τη φορά ένα –στην ουσία- κοντσέρτο για κιθάρα, προορισμένο να ερμηνευθεί από τον Έλληνα καλλιτέχνη Κώστα Κοτσιώλη.
Έτσι στις 30 Σεπτεμβρίου 1983, η νέα σύνθεση για φωνή – κιθάρα – χορωδία και συμφωνική ορχήστρα δόθηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ, στην αίθουσα Komische Oper με τη Συμφωνική του Βερολίνου, τη Χορωδία της Ραδιοφωνίας – Τηλεόρασης και σολίστ τη Μαρία Φαραντούρη και τον Κώστα Κοτσιώλη υπό τη διεύθυνση του Rolf Reuter.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να αναφερθώ σε μια γενικότερη άποψή μου σχετικά με τα έργα μου.
Υπάρχουν μελωδίες είτε σημαντικές ιδέες που για να φωτισθούν πλήρως είναι ανάγκη να παρουσιαστούν με περισσότερες επεξεργασίες. Αυτό με οδηγεί σε νέες ενορχηστρώσεις (όπως αυτή στον κύκλο του Λόρκα) είτε σε «διακλαδώσεις», όπου ένα τμήμα σύνθεσης εισχωρεί σε μία άλλη. Αυτή η πρακτική ικανοποιεί ακόμα μια άλλη αισθητική ανάγκη – εντελώς προσωπική φυσικά. Δεδομένου ότι θέλω να πιστεύω ότι το σύνολο των έργων μου –από το πιο απλό τραγούδι έως το πλέον περίτεχνο συμφωνικό- ανήκουν σε μια και μόνο μουσική ενότητα.