Καρυωτάκης

ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Μίκης Θεοδωράκης

Σημείωση: Κάθε έργο συμπληρώνεται διαρκώς έως ότου τελειοποιηθεί πλήρως.

Καρυωτάκης

Κύκλος τραγουδιών, Σύνθεση 1983-84, Αθήνα
Ποίηση: Κώστας Καρυωτάκης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Ενορχήστρωση: Κώστας Γανωσέλης
Πρώτη έκδοση σε δίσκο: 1984
  • 1.Υποθήκαι add
  • 2.Δημόσιοι υπάλληλοι add
  • 3.Για τη ζωή σου μού 'λεγες add
  • 4.Πάρε τα δώρα add
  • 5.Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων add
  • 6.Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ add
  • 7.Κι αν έσβησε σαν ίσκιος add
  • 8.Η νύχτα μας εχώρισεν add
  • 9.Δρόμος add
  • 10.Αγάπη add
  • 11.Μπρούτζινος γύφτος add
  • 12.Όλα τα πράγματά μου add


[…] Από τη βιογραφία του Καρυωτάκη είδα με μεγάλη μου έκπληξη ότι έχω μαζί του πολλά κοινά σημεία. Οι γονείς μας ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Έτσι τα παιδικά χρόνια σημαδεύτηκαν μ’ αυτές τις μετακινήσεις-ξεριζώματα- από πόλη σε πόλη. Εγώ γνώρισα Χίο – Μυτιλήνη – Σύρο – Αθήνα – Γιάννενα – Αργοστόλι – Πάτρα – Πύργο – Τρίπολη – Αθήνα – Χανιά. Εκείνος Τρίπολη – Λευκάδα – Αργοστόλι – Λάρισα – Πάτρα – Καλαμάτα – Αθήνα – Χανιά – Πρέβεζα (υπογραμμίζω τις πόλεις που συμπέσαμε). Γεννήθηκε το 1896. Τότε γεννήθηκε κι ο πατέρας μου. Στα Χανιά (1913) απέκτησε τον μοναδικό του φίλο, τον Ευγένιο Αρετάκη. Ήταν θείος μου. Όταν εγώ γεννιόμουν (1925), αυτός βρισκόταν στην Τρίπολη, την πόλη που με σημάδεψε όσο καμία άλλη. Στα 1927, επισκέφτηκε τη Δημητσάνα. Δυο βήματα πιο πέρα από τη Ζάτουνα. Όταν τον Απρίλιο πήγε στο Παρίσι για ένα μήνα, έμεινε στο Hotel Sorbonne. Στο ίδιο ακριβώς ξενοδοχείο μείναμε με τη Μυρτώ, είκοσι έξι χρόνια αργότερα, στα 1954, όταν πρωτοπήγαμε στο Παρίσι. Κοινή μας η αγάπη για τις εκδρομές. Κοινή και η αγάπη για τη θάλασσα.
Αυτά όμως θα πει κανείς, είναι εξωτερικά σημάδια. Σωστά. Η σχέση μου με τον Καρυωτάκη άρχισε λίγα χρόνια μετά το θάνατό του, όταν ανακάλυψα την ποίησή του-ακριβώς στην πόλη που γεννήθηκε-στα 1940. Ιδιαίτερα με σημάδεψε η συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες. 
[…] Το 1928 είναι ο μοιραίος χρόνος για τον ποιητή. Δημόσιος υπάλληλος σε Νομαρχία –όπως και ο πατέρας μου-, τον Φεβρουάριο αποσπάται στην Πάτρα. Από το Υπουργείο τον διώκουν, πράγμα που του γεννά αγανάκτηση και πικρία. Όταν τον Απρίλιο πηγαίνει στο Παρίσι, οι γονείς του του προτείνουν να μείνει εκεί κι αυτοί θα τον βοηθήσουν οικονομικά. Όμως ο Καρυωτάκης, υπερήφανος, δε δέχεται. Ακολουθεί τη μοίρα του, που τον οδηγεί τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Εκεί η απελπισία του, από το περιβάλλον και τις συνθήκες ζωής, γίνεται πλήρης. Τίποτα όμως δε δείχνει την απόφασή του. Τον Ιούλιο, γράφει αρκετές επιστολές προς τον πατέρα του και τον αδερφό του. Παραπονείται γιατί βρήκε δωμάτιο σε «ερειπωμένο σπίτι» ή ότι ο κόσμος είναι «αμόρφωτος και φτωχός». Οι υπάλληλοι «φουκαράδες». Ότι υπάρχει «ζέστη, υγρασία, πυρετοί». Τότε γράφει και στέλνει στον Κώστα Δ. Καρυωτάκη το ποίημα «Πρέβεζα». Αναγγέλλει ότι θα αρχίσει να ζωγραφίζει. Σκοπεύει να μείνει άλλους δυό μήνες και μετά να πάρει άδεια αναρρωτική (3.7.1928). Επισκέπτεται τη Λευκάδα, όπου διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχουν παρά μόνο « χωριάτες με άσπρα ως επί το πλείστον παντελόνια, απ’ αυτά που φορούν οι Αρβανίτες, πρώτους ξαδέλφους του Μπαρμπαγιώργου».
Στις 13.7.1928 γράφει στον πατέρα του:
«Αν καταλαβαίνει ο Θάνος ότι θα υψωθούν οι μετοχές της Τραπέζης της Ελλάδος και είναι ακόμη καιρός, ας με εγγράψει μέχρι του ποσού των 2.500 ή 3.000 δραχμών».
Στις 16 του ίδιου μήνα, σε γράμμα του προς τον Θ.Κ.Καρυωτάκη, αναφέρει τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Μετά περιγράφει τα της Πρέβεζας:
«Μόνο τώρα και κάμποσες μέρες έχουμε μουσική στο καφενείο της παραλίας, από δύο όργανα, δηλαδή ένα σαντούρι και το φωνητικόν όργανο ενός Σμυρνιού. Γραφικότατο κοινόν κάθεται στις καρέκλες ροφώντας απολαυστικά τσιτσιμπύρα. Γύρω ένα τείχος τζαμπατζήδων. Και μέσα στις βάρκες, γλυκύταται παρθέναι, κόραι αλιέων, ύσταται φορείς του ρομαντισμού, λικνίζονται παθητικότατα υπό τους κλαυθμηρισμούς των αμανέδων». Και τον ρωτά: « Δε διοργανώνεις καμιά εκδρομή ως εδώ; Το ταξίδι είναι πρώτης τάξεως και θα ιδείτε μέρη…»
Και ενώ αυτά γράφει στις 16 Ιουλίου, στις 20, τη νύχτα, πηγαίνει σε μια τοποθεσία που λέγεται Μονολίθι, γδύνεται και πέφτει στη θάλασσα, προσπαθώντας επί δέκα ώρες να πνιγεί. Τα ξημερώματα τα κύματα τον πετούν στην ακτή του Μύτικα, όπου τον βρίσκει ο αγρότης Ταξιάρχης Νίτσας και τον βοηθά να πάει να βρει τα ρούχα του.
Και στις 21 Ιουλίου, γυρίζει στο σπίτι του, παίρνει πρωινό και κλείνεται στο δωμάτιό του. Κατά το μεσημέρι βγαίνει. Φορά κοστούμι, γραβάτα, ψαθάκι. Πηγαίνει στο οπλοπωλείο Αναγνωστοπούλου και αγοράζει ένα πιστόλι. Φεύγει και ξανάρχεται συγχισμένος. «Το όπλο δε δουλεύει». «Ξεχάσατε ότι είναι ασφαλισμένο». Προφανώς το δοκίμασε και δε λειτούργησε.
Γύρω στις 2μ.μ πηγαίνει στη Βρυσούλα, λίγο πιο έξω από την Πρέβεζα, στο δρόμο της Άρτας, και κάθεται στο παραλιακό καφενείο « Ο ουράνιος κήπος». Ζητάει μελάνι και χαρτί από τον καταστηματάρχη Διονύσιο Καλλίνικο. Μένει περίπου τρείς ώρες. Καπνίζει το ‘να τσιγάρο πάνω στ’ άλλο, αυτός που σπάνια κάπνιζε. Και γράφει το σημείωμα που θα βρεθεί στην τσέπη του.
Γύρω στις 5μ.μ πληρώνει και πηγαίνει στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων. Ξαπλώνει κάτω από έναν ευκάλυπτο. Με το αριστερό χέρι βρίσκει την καρδιά και με το δεξί πυροβολεί. Το σημείωμα:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. (…) Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!, είμαι έτοιμος τώρα για ένα ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά…

Κ.Καρυωτάκης 

Υ.Γ.«Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ ν’ αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη τη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».

Μίκης Θεοδωράκης

(Σημείωμα του συνθέτη για την πρώτη λυρική τραγωδία ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, 1987,  στην οποία περιλαμβάνονται τα περισσότερα από τα παραπάνω τραγούδια διασκευασμένα για συμφωνική ορχήστρα) 

     

Admin 0,206 seconds created by Gravity.gr